- κάτου
- κάτοςfollowingmasc/fem/neut gen sgκατόωpres imperat act 2nd sgκατόωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάτου — επίρρ. βλ. κάτω … Dictionary of Greek
κατοῦ — καθίημι let fall aor imperat mid (attic epic doric) κατόω pres imperat mp 2nd sg κατόω imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kostas Karyotakis — Kostas Karyotakis, Selbstporträt Kostas Karyotakis (griechisch Κώστας Καρυωτάκης, * 30. Oktober 1896 in Tripolis; † 21. Juli 1928 in Preveza) war ein griechischer … Deutsch Wikipedia
αποκάτω — κ. κατου (AM ἀποκάτω) κάτω από (σε αντίθεση προς το επάνω) … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου (ΑΜ κάτω) επίρρ. 1. σε κατώτερο σημείο, χαμηλά (α. «τόν πέταξε κάτω από το παράθυρο» β. «πᾱν δέ τ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται», Ομ. Ιλ.) 2. χάμω, πάνω στη γη, πάνω στο έδαφος (α. «εμείς θα κοιμηθούμε κάτω» β. «έριξε κάτω τα μάτια της»… … Dictionary of Greek
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek
Σολωμός, Διονύσιος — Έλληνας ποιητής (Ζάκυνθος 1798 Κέρκυρα 1857). Σε ηλικία δέκα ετών, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, τον έστειλε ο κηδεμόνας του στην Ιταλία, όπου έμεινε δέκα χρόνια, κατά τα οποία φοίτησε σε σχολεία διαφόρων πόλεων (Βενετία, Κρεμόνα,… … Dictionary of Greek
κάτω — και κάτου επίρρ. τοπ. 1. χαμηλά, στο έδαφος: Άφησε κάτω το δέμα. 2. στο κάτω μέρος, αποκάτω: Τον χτύπησε κάτω από το μάτι. 3. με την πρόθεση από και αιτ. αριθμητικού σημαίνει λιγότερο: Κοστίζει κάτω από πεντακόσιες λίρες. 4. με την πρόθεση σε και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρυόβρυση — η πηγή ψυχρού νερού: Κάτου στα δασά πλατάνια, στην κρυόβρυση (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ĝen-2, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- — ĝen 2, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō English meaning: to know Deutsche Übersetzung: “erkennen, kennen” Note: for the avoidance of the homonyms 1. ĝen are often used with various with ĝnōverbal forms. Material: O.Ind. jünü mi “I… … Proto-Indo-European etymological dictionary